άγιος

άγιος
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού.
* * *
-ια και -ία, -ιο (AM ἅγιος, -ία, -ιον)
1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής
2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών αγγέλων και τών οσίων και μαρτύρων τής Εκκλησίας
3. (για πράγματα) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λατρεία τού Θεού, καθιερωμένος
4. εξαγνισμένος, καθαγιασμένος, ιερός, σεπτός
5. φρ. «τα Άγια τών Αγίων», το εσωτερικό μέρος τής Σκηνής τού Μαρτυρίου
μσν.- νεοελλ.
1. προσηγορία ή τίτλος εκκλησιαστικών προσώπων
2. φρ. «τα Αγια τών Αγίων», η μεγάλη είσοδος
νεοελλ.
1. ο φύλακας άγγελος, ο προστάτης κάθε χριστιανού
2. το αρσ. ως ουσ. ο Άγιος
τοπικός άγιος, πολιούχος
3. φρ. «κάνω κάποιον άγιο», παρακαλώ επίμονα κάποιον, τόν ικετεύω σαν άγιο
«κάνω τον άγιο», υποκρίνομαι τον ενάρετο
4. επίρρ. άγια
πολύ σωστά
αρχ.-μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἅγιον
ναός, άδυτο
2. (με μειωτική σημασία) καταραμένος, ανόσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολογία τής λ. ἅγιος γεννά προβλήματα. Παλιότερα η λ. συνδέθηκε ετυμολογικά, λόγω τής στενής σημασιολογικής τής σχέσεως με το λατ. sac-er «ιερός» από ρίζα *sac- που θα έδινε όμως στην Ελληνική ἁκ-, όχι ἁγ-. Η αξεπέραστη αυτή δυσχέρεια ερμηνείας τού γ (αντί κ) στο ἅγιος αφ' ενός και η σειρά τών ομορρίζων ἅζομαι, ἁγνός και, πιθανότατα, ἄγος (με τα σύνθετα και τα παράγωγα τους) αφ’ ετέρου, που επιτρέπουν βέβαιη σύνδεση με την ΙΕ ρίζα *yag-, οδηγούν σε αναθεώρηση τής ετυμολογίας τού ἅγιος. Έτσι με μεγαλύτερη βεβαιότητα το ἅγιος μπορεί να παραχθεί από αρχ. τ. *yag-ios αναγόμενο σε ΙΕ ρίζα *yag-, που σημαίνει «τιμώ» (με θρησκευτική έννοια). Η λ. ἅγιος, άγνωστη στον Όμηρο, στον Ησίοδο και στους τραγικούς, χρησιμοποιήθηκε από τον Ηρόδοτο και εξής για να χαρακτηρίσει κυρίως τόπους ή πράγματα που προκαλούν σεβασμό λόγω τής συνδέσεως τους με το θείο («σεβαστός, ιερός») ή και απέχθεια, γιατί παραβιάζουν την ιερότητα του θείου, («καταραμένος, μιαρός»). Αργότερα στους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε για αφιερωμένα σε κάτι ιερό πρόσωπα, δηλώνοντας μέχρι σήμερα την αγιότητα τού προσώπου (ο άγιος Ιωάννης). Με καλή πάντοτε σημασία, τόσο για πρόσωπα όσο και για πράγματα, χρησιμοποιήθηκε από τόν Όμηρο ήδη και εξής η λ. ἁγνός (πρβλ. αρχ. ινδ. yajna-), που, αφού για καιρό χρησιμοποιήθηκε παράλληλα προς το ἅγιος, τελικά υποκαταστάθηκε απ’ αυτό, εξακολουθώντας να υπάρχει στη Ν. Ελληνική κυρίως με την έννοια τού «ανόθευτος» (ηθικά και υλικά). Τέλος, αν δεχτούμε ότι το ἅγιος ανάγεται σε αρχικό δασυνόμενο τύπο ἅγος, (πρβλ. τα επιγραφικώς μαρτυρούμενα εὐhαγής και περhαγής με δάσυνση τού ἁγής), πρόκειται για ομόρριζη λέξη που από την αρχική γενική σημασία «τού αντικειμένου θρησκευτικής ευλάβειας και φόβου» περιορίστηκε βαθμηδόν στη σημασία τού «μίασμα, βδέλυγμα, ανοσιούργημα» (που απαιτεί εξαγνισμό). Η τελευταία αυτή σημασία οδήγησε, κατά μία άποψη, στην ψίλωση τής λ. (ἄγος), για να διακριθεί στην προφορά ή κακόσημη έννοια τού ἄγος από τις λ. ἅγιος, ἁγνός, ἅζομαι (και τα ομόρριζα).
ΠΑΡ. αγιάζω
αρχ.
ἁγίζω, ἁγιότης, ἁγιστεία, ἁγίστευμα, ἁγιστεύω, ἁγιστός, ἁγιωσύνη
μσν.
ἁγιώδης, ἁγίως νεοελλ. αγιαστούρα.
ΣΥΝΘ. μσν. ἁγιαφόρος, ἁγιόγραφος, ἁγιοδρόμος, ἁγιολεκτέω (λέγω), ἁγιοποιός, ἁγιοπρέπεια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἅγιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅγιος — devoted to the gods masc nom sg ἄγος any matter of religious awe neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγιος, -ια, -ιο — (δισύλλαβο), και άγιος, αγία, ο (τρισύλλαβο) 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη λατρεία του Θεού: Άγιο Βήμα. Άγιος Τάφος. 2. άνθρωπος ευσεβής, αγνός: Αυτός είναι άγιος άνθρωπος. 3. ως ουσ. προσηγορ. προσώπου που το αγιοποίησε η εκκλησία: Άγιος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άγιος Δημήτριος — I Ονομασία 31 οικισμών. 1. Πόλη (65.173 κάτ.) στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, γνωστή και ως Μπραχάμι. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Αθήνας, σε απόσταση 5 χλμ. Αποτελεί τον ομώνυμο δήμο της νομαρχίας Αθηνών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Επίσημη ονομασία: Άγιος Βικέντιος και οι Γρεναδίνες Έκταση: 389 τα. Σλμ. Πληθυσμός: 115.942 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Κινγκστάουν (16.000 κάτ. το 2001)Ο Ά.Β. και οι Γ. ανήκουν στο… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Θωμάς και Πρίγκιπας — Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής, στον Κόλπο της Γουινέας.Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Αγίου Θωμά και Πρίγκιπα Έκταση: 1.001 τ. χλμ. Πληθισμός: 165.034 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Άγιος Θωμάς (50.000 κάτ.)Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Κωνσταντίνος — I Μικρό νησί στον Κρισσαίο κόλπο, μπροστά στο λιμάνι της Ιτέας. Στο νησί αυτό ίδρυσε το 1720 σχολείο ο Νικόλαος Λογοθέτης, στο οποίο δίδαξαν ο ιερομόναχος Καβρίκος από την Αγία Ευφημία της Ευρυτανίας και ο Πρωτόπαπας από τα Άγραφα. To σχολείο… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Πέτρος — I (Ρώμης). Ο μεγαλύτερος χριστιανικός ναός, στη δεξιά όχθη του Τίβερη, δίπλα στο Βατικανό. Ο ναός βρίσκεται στην ίδια θέση με έναν ειδωλολατρικό ναό και ένα χριστιανικό νεκροταφείο, όπου κατά την παράδοση μαρτύρησε ο Απόστολος Πέτρος. Στα χρόνια… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Αχίλλειος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 28 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται πάνω στο ομώνυμο νησάκι της Λίμνης της Μικρής Πρέσπας. Παλαιότερα, το μικρό σήμερα χωριό είχε γνωρίσει ακμή όπως μαρτυρεί o οικισμός που βρέθηκε και είναι της εποχής του Μ.… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Βησσαρίων — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 775 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύλης. Ο οικισμός Άγιος Βησσαρίωνας στον νομό Τρικάλων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”